- επαιωρώ
- ἐπαιωρῶ, -έω (Α)1. κρατώ κάτι μετέωρο πάνω από κάποιον2. μέσ. αιωρούμαι, κρέμομαι από κάτι, επιπλέω3. μέσ. επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ4. μέσ. διεξάγω κάτι αμελώς, με νωθρότητα(«ἐπηωρεῑτο τῷ πολέμῳ», Πλούτ.)5. μέσ. αυξάνω, εξογκώνομαι6. ιατρ. (για επανατοποθέτηση εξαρθρωμένου μέλους τού σώματος) ρίχνω όλο το βάρος τού σώματός μου κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιωρώ «υψώνω και κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.